The capital of the Cyclades
Η Σύρος πήρε το όνομά της από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, τους Φοίνικες. Υπάρχουν δύο εκδοχές σχετικά με την ονομασία της: Σύμφωνα με την πρώτη, προέρχεται από τη λέξη «Usyra» -που σημαίνει «ευτυχισμένος»-, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη προέρχεται από το «Syr» που σημαίνει βράχος. Ο Όμηρος την ονομάζει «Συρία», ενώ τον 17ο αιώνα αναφέρεται και ως το νησί του Πάπα: «L’isola del Papa», λόγω του καθολικού δόγματος των κατοίκων του.
Η Σύρος καλύπτει μια επιφάνεια 84 τ.χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του είναι ο Πύργος σε υψόμετρο 431 μέτρων. Το βόρειο τμήμα της ονομάζεται Άνω Μερά, είναι κυρίως ορεινό και αραιοκατοικημένο, ενώ έχει ανακηρυχθεί Σημαντική Περιοχή για τα πουλιά». Το όρος Συρίγγας έχει ενσωματωθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών «Natura 2000».
Ο επισκέπτης που έρχεται με το πλοίο εντυπωσιάζεται από την πρώτη στιγμή βλέποντας την Ερμούπολη, την πολύχρωμη νεοκλασική πόλη του 19ου αιώνα και την κυκλαδίτικη Άνω Σύρο να έχουν ως τοπόσημα τους δύο λόφους. Ο ένας στεφανώνεται από την εκκλησία της Ανάστασης (ορθόδοξη) και ο άλλος από τον Σαν Τζώρτζη (καθολική). Αλλωστε, η συνύπαρξη των ορθόδοξων με τους καθολικούς χαρακτήριζε ανέκαθεν τη ζωή των κατοίκων.
Η Άνω Σύρος είναι η γενέτειρα του Μάρκου Βαμβακάρη, «πατριάρχη» του ρεμπέτικου
Η αρχιτεκτονική ομοιομορφία που διακρίνει την Ερμούπολη παραμένει ακόμη και σήμερα -παρά την προσθήκη πολλών σύγχρονων οικοδομημάτων -εντυπωσιακή. Στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, το κύριο λιμάνι του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και από τα μεγαλύτερα της Ανατολικής Μεσογείου, ήταν επόμενο να αναπτύξει επαφές και να δεχθεί επιρροές από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα. Οι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες βρήκαν εδώ πρόσφορο έδαφος για να υλοποιήσουν τις ιδέες τους. Δημιούργησαν δημόσια κτίρια και αστικές επαύλεις συνδυάζοντας το ευρωπαϊκό νεοκλασικό και ρομαντικό στυλ.
Ιστορική αναδρομή
Ευρήματα στη Χαλανδριανή (τάφοι, ειδώλια, αγγεία, σκεύη), στο ΒΑ τμήμα του νησιού αποκάλυψαν την ύπαρξη οικισμού εκεί από το 2800 π.Χ., τη δεύτερη περίοδο του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., υπήρχαν δύο μεγάλες πόλεις, η μία στη θέση που βρίσκεται η Ερμούπολη (Ψαριανά) και η δεύτερη στον Γαλησσά. Κατά τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ., η Σύρος ανήκε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Ήκμασε μετά τον 2ο αιώνα π.Χ., ως ναυτιλιακό κέντρο. Κατά τους επόμενους αιώνες, το νησί παρήκμασε λόγω των πειρατικών επιθέσεων. Τον 8ο αιώνα μ.Χ. άρχισε να ανοικοδομείται ξανά. Οι Ενετοί κατέλαβαν τη Σύρο το 1207 και εισήγαγαν τον Καθολικισμό. Το 1566 καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς, αλλά λόγω της καθολικής κοινότητας, προστατεύτηκε από τον Πάπα στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Το 1617 ο στόλος του σουλτάνου κατέστρεψε τη Σύρο.
Το 1821 και χρόνια που ακολούθησαν εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες από τα νησιά Χίο, Ψαρά, Μ. Ασία, Ρόδο, Κρήτη, Σάμο αυξάνοντας τον πληθυσμό, αλλάζοντας τον χαρακτήρα της κοινωνίας και επηρεάζοντας όλες τις πτυχές: εμπόριο, ναυτιλία, πολιτισμό, βιομηχανία. Το 1830 το λιμάνι έγινε το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα ναυπηγεία πρωτοστάτησαν στην ανασυγκρότηση του ελληνικού εμπορικού στόλου.
Λειτουργούσαν πολλά εργοστάσια που παρήγαγαν και εξήγαγαν ρούχα, μηχανήματα, δέρματα, ενώ δημιουργήθηκε ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα. Η Ερμούπολη ήταν πλέον «ένα τεράστιο εργοτάξιο», όπως την περιέγραψαν οι Αθηναίοι περιηγητές. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί η κοσμοπολίτικη «αύρα» και η άνθιση του πολιτισμού. Δημιουργήθηκαν θεατρικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι, μουσικά καφενεία, ιταλικοί θίασοι που παρουσίαζαν όπερες και υπήρξε πλούσια εκδοτική δραστηριότητα. Τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Ερμούπολης ήταν ανώτατου επιπέδου.
Η ευημερία εκφράστηκε και με την κατασκευή εμβληματικών δημόσιων κτιρίων και εντυπωσιακών επαύλεων που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα.
Η άνοδος και η πτώση. Για μια ακόμη φορά ο κύκλος επαναλήφθηκε. Η Μικρασιατική καταστροφή έφερε στην πόλη ένα νέο, μεγάλο κύμα προσφύγων και αρκετοί βιομήχανοι έφυγαν για την Αθήνα.
Η κρίση του 1929-1931 και οι περιορισμοί της συναλλαγματικής και εμπορικής πολιτικής δημιούργησαν νέα προβλήματα στη βιομηχανία. Η Ερμούπολη, ως πρωτεύουσα των Κυκλάδων, άρχισε να αναζητά τη νέα της ταυτότητα.
Στο τέλος του Μεσοπολέμου πολλά εργοστάσια έκλεισαν, το λιμάνι νέκρωσε, το Τελωνείο ερήμωσε και η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα.
Τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής αποβιβάστηκαν στο νησί τον Μάιο του 1941 και το 1943 πέρασε στη δικαιοδοσία των Γερμανών. Η Σύρος γνώρισε την πιο σκληρή πείνα της κατοχικής περιόδου…
Μεταξύ 1951-1971 το 20% του πληθυσμού μετανάστευσε, έκλεισαν οι κλωστοϋφαντουργίες και το Νεώριο παρέμεινε μοναδικός εργοδότης.
Ευτυχώς η βελτίωση της οικονομίας και του επιπέδου ζωής στην Ελλάδα, αναζωπύρωσε τον εσωτερικό τουρισμό και από τη δεκαετία του 1980 αυτό ωφέλησε και τη Σύρο, παρόλο που το Νεώριο έκλεισε. Άνοιξε ωστόσο και πάλι το 1994 και σήμερα είναι μια εύρωστη επιχείρηση.
Η Ερμούπολη απέκτησε κίνηση λόγω των δικαστηρίων που εδρεύουν εδώ και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ξεκίνησε η επισκευή των επαύλεων και η κατασκευή νέων κτιρίων.
Ως έδρα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου απορρόφησε κονδύλια από Ευρωπαϊκά προγράμματα, δημιουργήθηκαν μουσεία και χώροι πολιτισμού και το νησί υποδέχθηκε τον εγχώριο και διεθνή τουρισμό.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται συνεχώς τουριστικά, καθώς επιχειρηματίες ντόπιοι και από άλλες περιοχές της Ελλάδας και το εξωτερικό, ανοίγουν εστιατόρια και ξενοδοχεία στην Ερμούπολη και τους παραθαλάσσιους οικισμούς, καθώς και καταστήματα. Παλιές επαύλεις έχουν μετατραπεί σε χώρους φιλοξενίας και καταστήματα που αποπνέουν ξανά τη λάμψη του αστικού παρελθόντος της όμορφης πόλης. Η πολιτιστική ζωή είναι έντονη και ενδιαφέρουσα όλους τους μήνες του χρόνου.